μυθοπλόκος

μυθοπλόκος
μῡθο-πλόκος, ον,
A weaving fables, of Eros, Sapph.125 (proparox.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυθοπλόκος — και αιολ. τ. μυθόπλοκος, ον (Α) αυτός που πλέκει μύθους, αυτός που επινοεί φανταστικές ιστορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλόκον — μυθοπλόκος weaving fables masc/fem acc sg μυθοπλόκος weaving fables neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοπλόκου — μυθοπλόκος weaving fables masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”